βαμμένος

βαμμένος
-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. βάφω)
1. αυτός που βάφτηκε, χρωματισμένος
2. φανατικός
3. εκδικητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • ευβαφής — εὐβαφής, ές (Α) 1. ο βαμμένος καλά 2. βαμμένος με ωραία χρώματα 3. (για χρώματα φυτών) ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, πολυ βαφής] …   Dictionary of Greek

  • τρίβαφος — ον, Α ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βαφος (< βαφή), πρβλ. δί βαφος] …   Dictionary of Greek

  • φρεσκοβαμμένος — η, ο, Ν πρόσφατα βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέσκος + βαμμένος] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιματοβαμμένος — και ματοβαμμένος, η, ο [αιματοβάφω] 1. ο βαμμένος στο αίμα 2. κατακόκκινος 3. αυτός που βαρύνεται με πολλούς φόνους, αιμοσταγής, κακούργος …   Dictionary of Greek

  • αιμοβαφής — ές (Α αἱμοβαφής) ο βαμμένος με αίμα, αιματοβαφής, αιματοβαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + βαφὴς < βάπτω «εμβαπτίζω, βυθίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ακροβαφής — ές (Α ἀκροβαφής) ο λίγο, μόλις βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + βαφής < βάπτω] …   Dictionary of Greek

  • αλουργής — ἁλουργής, ές και σπάνια ἁλουργός, όν και ἁλουρνοῦς, οῦν (Α) ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα τής πορφύρας) «στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών». [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • αλουργοβαφής — ἁλουργοβαφής, ές (Α) ο βαμμένος με πορφύρα, πορφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργὸς + βαφὴς < βαφή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”